- ἐγένεθ'
- ἐγένετο , γίγνομαιcome into a new state of beingaor ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NINUS — seu Assur, fil. Beli, primus Assyriorum Rex; A. M. 1944. nam Belus solam habuit Babylonem Ninus vero totam assyriam. Primus omnium Regum fuit τῶ ἐις ἱςορίαν καὶ φήμην παραδεδομένων, i. e. qui scriptores rerum suarum nacti sunt, inquit, Diodor.… … Hofmann J. Lexicon universale
ευκράς — (I) εὐκράς, ᾱτος, ὁ, ἡ (Α) 1. (για θερμοκρασία, κλίμα κ.λπ.) εύκρατος, ήπιος («εὐηλίοις καὶ εὐκρᾱσι τόποις», Θεόφρ.) 2. μτφ. ήπιος, σεμνός («ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκράς ἐγένεθ », Ευρ.) 3. (για κρασί) ο αναμιγμένος καλά, ο συγκερασμένος με… … Dictionary of Greek